- γογγυλίς
- γογγῠλίς, ίδος, ἡ,A turnip, Brassica Rapa, Ar.Fr.569.6, Eub.4 (pl., Id.74), Speus. ap. Ath.9.369b, Thphr.HP7.4.3, PPetr.3p.152 (iii B. C.), Dsc.5.20, POxy.736.5 (i A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γογγυλίς — turnip fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γογγυλίς — η βλ. γογγύλι … Dictionary of Greek
γογγυλί — γογγυλίς turnip fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γογγυλίδα — γογγυλίς turnip fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γογγυλίδας — γογγυλίς turnip fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γογγυλίδες — γογγυλίς turnip fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γογγυλίδι — γογγυλίς turnip fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γογγυλίδος — γογγυλίς turnip fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γογγυλίδων — γογγυλίς turnip fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γογγυλίσι — γογγυλίς turnip fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γογγυλίσιν — γογγυλίς turnip fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)